πηλοβάτης

πηλοβάτης
ο, ΝΑ
νεοελλ.
γένος άνουρων βατράχων που σκάβουν με τα πίσω πόδια τους την ιλύ ή την άμμο και χώνονται γρήγορα μέσα σ' αυτήν
αρχ.
αυτός που περπατάει μέσα στη λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνο-βάτης. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pelobates].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πηλοβατίς — ίδος, η, ΝΑ νεοελλ. άνουρο αμφίβιο, ο πηλοβάτης αρχ. η πηλοπατίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλοβάτης + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

  • πηλοβάτηση — και πηλοβασία, η, Ν [πηλοβατώ / πηλοβάτης] το περπάτημα μέσα στη λάσπη …   Dictionary of Greek

  • πηλοβατώ — έω, Ν πατάω μέσα στις λάσπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλοβάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”